Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Η απελευθέρωση της Κοζάνης, μέσα από τα μάτια ενός κατοίκου της...


          Με αφορμή την διεξαγωγή  του "ραδιοερασιτεχνικού διαγωνισμού", ας δούμε ένα κείμενο μέσα από τα μάτια του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη σχετικά με την απελευθέρωση της Κοζάνης την 11η Οκτωβρίου 1912. Πως αυτός έζησε την απελευθέρωση, με την αγωνία και τον φόβο μέσα στην πόλη της Κοζάνης.

11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ

-Να, έτσι μια τέτοια μέρα σαν την σημερινή ήταν κι εκείνη. Και ακριβώς Πέμπτη της εβδομάδος.
          Όλη την προηγούμενη νύχτα έβρεχε με τα καρδάρια. Η καρδιά μας ήταν σφιγμένη. Περιμέναμε κι εδώ  το μεγάλο κακό που είχε γίνει στα Σέρβια. Ποιον θα 'παιρνε η μπόρα. Οι Τούρκοι έφευγαν τσακισμένοι και λυσσασμένοι απ' την καταστροφή τους. Είδαμε τα γυναικόπαιδά τους, τις μπέισσες, τις χανούμισσες με τα λουστρινένια γοβάκια και τα μεταξωτά τσαρτάφια, να περνούν βρεγμένες, κουρελιασμένες, τσακισμένες και λασπωμένες από την αγορά της Κοζάνης και να φεύγουν, να φεύγουν... για την... Κόκκινη Μηλιά. Ο Ομέρ Χιλμή, ο τρομερός πρόεδρος του Κομιτάτου, ο τραυλός αντισυνταγματάρχης που είχε φοβερίξει την Κοζάνη λέγοντας πως το αίμα θα τρέξει στα ρείθρα των πεζοδρομίων της, είχε γυρίσει τα στόματα των δύο κανονιών του από το Τζιτζιλέρ προς την Κοζάνη. Ο νικημένος του Σαρανταπόρου ήθελε να βγάλει τη λύσσα του στα γυναικόπαιδά μας. Τι νύχτα, αλήθεια, αγωνίας που ήταν εκείνη της 10-11 Οκτωβρίου.
Με τον αρχιτέκτονα των Αθηνών Αριστοτέλην Ζάχου, που ήταν κι αυτός κρυμμένος στο σπίτι μου ξενυχτίσαμε σ' ένα παράθυρο μ' ένα παληογκρά κι ένα Μαυρωβουνιώτικο πιστόλι στα χέρια. Τον Γκρα τον βαστούσε ο Ζάχος. Είχε πεποίθηση, καθώς έλεγε, γιατί είχε πολεμήσει στο 97. Περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή τη σύλληψή μας, μας είχαν ειδοποιήσει κρυφά ένας καλός αστυνόμος των Σερβίων ο Αλή Εφέντης μέσον του Γεώργ. Νάνου του Γκοβεδάρου που ζει ακόμα.  Ο Γιατρός ο Γκιουλέκας, ο Κώτσος ο Παπακωνσταντίνου κι εγώ είμασταν σημαδεμένοι.
Τι αγωνία αλήθεια, ως που να ξημερώσει!
          Δυο σκιές με τα όπλα επ' ώμου που στέκονταν τις πρωινές ώρες στο γείσο της αντικρινής πόρτας για να μη βρέχονται τις περάσαμε για χωροφύλακες που περίμεναν να μας συλλάβουν άμα ξημερώσει. Όταν χάραξε τους είδαμε να ξεκινούν. Ήταν δύο Γκέκηδες φυγάδες της μάχης του Σαρανταπόρου. Τραβούσαν για το χωριό τους οι κακόμοιροι.
          Κατά τις 10 ήλθεν απ' έξω ο πατέρας μου. Μας έφερνε νέα, ο ελληνικός στρατός έρχεται. Είναι ντροπή πια πρέπει να βγούμε κι εμείς έξω, ένα κουράγιο και βγαίνουμε στον πλάτανο της αγοράς. Δειλά δειλά μερικές αχτίδες προσπαθούν να ξεσχίσουν τα μαύρα σύννεφα του ουρανού.
          Μερικοί Κοζανίτες γυρίζουν στην αγορά, χωρίς οι μορφές τους να δείχνουν αν μέσα τους δείχνουν χαρά ή λύπη. Η μέρα μοιάζει ακόμα σαν Μεγάλη Παρασκευή. Μπροστά μου περνάει ο τελευταίος Τούρκος. Είναι ο Δικαστικός κλητήρας, ο Μουσταφά Κιαζήμ ο Κρητικός, μ' ένα αδιάβροχο κι ένα Μάουζερ κρεμασμένο στον ώμο του. Με πλησιάζει να με αποχαιρετίσει.
- Αντίο Κωνσταντίν Εφέντη! καλή αντάμωση.
-Ώρα καλή, Μουσταφά.
Δεν είπαμε τίποτα άλλο.
          Βλέπω τον Χαρίση Βαμβακά να έρχεται βιαστικός από κάτω μ' έναν σκούφο. Λαχανιασμένος μας πλησιάζει.
-Τούρκοι έρχονται από κάτω! ακούεται μια φωνή.
Φεύγουμε όλοι στα σπίτια μας πάλι.
          Ήταν δύο τσακισμένα τάγματα της μάχης των Λαζαράδων που περνούσαν φοβισμένα από την Κοζάνη και τραβούσαν για το Σόροβιτς. Παν κι αυτοί τώρα.
          Είναι μεσημέρι. Η αγωνία εξακολουθεί για μας. Γιατί αργούν να έρθουν οι Έλληνες; Αν έρθουν οι Κονιάροι από τα χωριά και κάψουν την Κοζάνη και σφάξουν τα γυναικόπαιδα;
          Άγνωστοι και αόρατοι διαγγελείς φέρουν την είδηση: Οι Έλληνες πέρασαν τη Γέφυρα του ποταμού! Ο στρατός του Ταχαίν Πασσά και του Ομέρ Βέη τραβάει προς το Καρατζιλάρ για το Χάντοβο.
          Από το μεσημέρι εις τας δύο οι Κοζανίτες όλοι είναι οπλισμένοι με καινούρια Μάουζερ. Η αποθήκη των στρατώνων έγινε γης Μαδιάμ. Οι περισσότεροι τοιμάζονται να παν στα γύρω Τούρκικα χωριά να τα φυλάξουν και να τα ξαλαφρώσουν από τα περίσσια... σιτάρια και πρόβατα. Όμιλοι ενόπλων είναι μαζεμένοι εδώ κι εκεί στην αγορά. Η ώρα είναι 3   1/2 το απόγευμα. Ο ήλιος λάμπει τώρα. Είναι ο ήλιος της Ελληνικής ελευθερίας. Ο Πάικος ο Δελιαλής έρχεται ιδρωμένος  και τρεχάτος από τον σημερινόν δρόμον της 11ης Οκτωβρίου
- Τες καμπάνες μπρε! τες καμπάνες. Ήρθαν οι Έλληνοι....Ο Ζάχος αρχίζει να κλαίεικαι να με φιλάει. Πετάει το κόκκινο φέσι και τα άσπρα του μαλλιά ανεμίζον τας από το γλυκό βαριαδάκι. Τραβούμε για την υποδοχή του Ελληνικού στρατού. Μπροστά στο σπίτι του Παυσανία Πολυζούδη μαζεμένος πολύς κόσμος Ο Δεσπότης, ο γέρο Φώτιος με τα χρυσά του άμφια και τη Βυζαντινή πατερίτσα του ευλογεί και κλαίει ανοίγουμε το πλήθος και προχωρούμε. Ένας Κένταυρος, ένας ημίθεος με το σπαθί γυμνό επάνω στο μαύρο του άλογο και με το τιμημένο Ελληνικό στέμμα στο κεφάλι στέκει σαν άγαλμα στη μέση του πλήθους. Είναι μαυρισμένος από τον πόλεμο και τα μάτια του δακρυσμένα από τη συγκίνηση.
          Δεν  μιλάει. Κοιτάζει μόνον τα αντικρυνά βουνά του Αηλιά για να ανακαλύψει εχθρό. Το άλογό του και αυτός είναι τυλιγμένοι μέσα σε μια τεράστια μεταξωτή γαλάζια σημαία. Ποιον τον τύλιξε; που βρέθηκεν η Ελληνική σημαία στην Κοζάνη; Ένας γέρος Κοζανίτης με άσπρα μακριά μαλλιά γονατίζει και με κλάματα φιλάει τα ρουθούνια του αλόγου του. Τα κορίτσια του βάζουν βασιλικό και χρυσάνθεμα στα χαλινάρια, στα λουριά, στη θήκη του σπαθιού του.
          Είναι ο πρώτος Έλλην ιππέας που μπήκεν ως ανιχνευτής μέσα στην Κοζάνη. Έμαθα το όνομά του Μακρής από Τσαριτσάνη. Ζει ή πέθανε; Δεν ξέρω. Η Κοζάνη δε θα τον λησμονήσει. Μια μέρα πρέπει να κάμη τον ανδριάντα του στην είσοδο της πόλεως.

Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ
11 Οκτωβρίου 1928


Το κείμενο είναι από την Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης και υπάρχει στον κατάλογό της εδώ http://www.kozlib.gr/collections/view.php?id=L8867


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου